- λεπτόγεως
- λεπτόγεω̆ς , λεπτόγειοςof a thinadverbialλεπτόγεω̆ς , λεπτόγειοςof a thinmasc/fem nom plλεπτόγεω̆ς , λεπτόγειοςof a thinmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπτόγεως — ων (Α λεπτόγεως, ων) βλ. λεπτόγαιος … Dictionary of Greek
λεπτόγαιος — και λεπτόγειος, ο και λεπτόγεως, ων (Α λεπτόγειος και λεπτόγαιος, ον και λεπτόγεως, ων) αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο χώμα, άγονος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτόγεα τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεπτόγαιος… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
ελαφρόγειος — ἐλαφρόγειος, ον (Μ) (για περιοχή) με λίγο χώμα, με λεπτό στρώμα χώματος, λεπτόγεως … Dictionary of Greek